Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κάνω γνωριμία

  • 1 γνωριμία

    γνωριμιά η
    1) знакомство;

    τυπική ( — или απλή) γνωριμία — шапочное знакомство;

    έχει μεγάλες γνωριμίες — у него большие знакомства, большие связи;

    έχω πολλές γνωριμίες — у меня много знакомых;

    κάνω ( — или δίνω, αρχίζω, συνάπτω) γνωριμία μέ κάποιον — знакомиться, завязывать знакомство с кем-л.;

    2) ознакомление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνωριμία

См. также в других словарях:

  • προσφθείρομαι — Α 1. συναντώ κάποιον σε κακή στιγμή («θεούσῃ νηΐ προσφθαρείς», Αιλ.) 2. κάνω γνωριμία με κάποιον σε κακή περίσταση («ἀλλοτρίων ἐκ πότου τινὸς προσφθαρέντων», Πλούτ.) 3. (σπαν. το ενεργ.) προσφθείρω μολύνω, μιαίνω …   Dictionary of Greek

  • γνωρίζομαι — γνωρίζομαι, γνωρίστηκα βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: γνωρίζομαι : στην παθητική φωνή το ρήμα απαντάται με την έννοια → κάνω τη γνωριμία (γνωρίζομαι με κάποιον) ή με αλληλοπαθητική αξία (γνωριζόμαστε, δηλ. → ξέρει ο ένας τον άλλο) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»